Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): copes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cope
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): coped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): coping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): copes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cope
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cope
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cope περιέχει 1 συλλαβές: cope
Φωνητική μεταγραφή: ˈkōp
cope , ˈkōp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)