Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): cooler
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): coolest
Επίθετο (Adjective): cool
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): cool
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cool
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): cooled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): cooling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): cools
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cool
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cool
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cool περιέχει 1 συλλαβές: cool
Φωνητική μεταγραφή: ˈkül
cool , ˈkül (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)