Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): confined
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): confining
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): confines
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): confine
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): confine
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
confine περιέχει 2 συλλαβές: con • fine
Φωνητική μεταγραφή: ˈkän-ˌfīn
con fine , ˈkän ˌfīn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)