Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): conduct
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): conduct
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): conducted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): conducting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): conducts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): conduct
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): conduct
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
conduct περιέχει 2 συλλαβές: con • duct
Φωνητική μεταγραφή: kən-ˈdəkt
con duct , kən ˈdəkt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)