Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): comforts, comfort
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): comfort
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): comforted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): comforting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): comforts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): comfort
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): comfort
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
comfort περιέχει 2 συλλαβές: com • fort
Φωνητική μεταγραφή: ˈkəm(p)-fərt
com fort , ˈkəm(p) fərt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)