Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): cocks, cock
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cock
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): cocked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): cocking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): cocks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cock
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cock
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cock περιέχει 1 συλλαβές: cock
Φωνητική μεταγραφή: ˈkäk
cock , ˈkäk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)