Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): closer
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): closest
Επίθετο (Adjective): close
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): closer
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): closest
Επίρρημα (Adverb): close
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): closes, close
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): close
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): closed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): closing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): closes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): close
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): close
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
close περιέχει 1 συλλαβές: close
Φωνητική μεταγραφή: ˈklōz
close , ˈklōz (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)