Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): clearer
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): clearest
Επίθετο (Adjective): clear
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): clearer
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): clearest
Επίρρημα (Adverb): clear
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): clear
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): cleared
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): clearing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): clears
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): clear
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): clear
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
clear περιέχει 1 συλλαβές: clear
Φωνητική μεταγραφή: ˈklir
clear , ˈklir (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)