Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): cats
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cat
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): catted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): catting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): cats
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cat
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cat
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cat περιέχει 1 συλλαβές: cat
Φωνητική μεταγραφή: ˈkat
cat , ˈkat (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)