Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): carts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cart
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): carted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): carting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): carts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cart
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cart
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Cart περιέχει 1 συλλαβές: cart
Φωνητική μεταγραφή: ˈkärt
cart , ˈkärt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)