Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): caps
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cap
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): capped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): capping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): caps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cap
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cap
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cap περιέχει 1 συλλαβές: cap
Φωνητική μεταγραφή: ˈkap
cap , ˈkap (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)