Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): buttons
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): button
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): buttoned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): buttoning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): buttons
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): button
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): button
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
button περιέχει 2 συλλαβές: but • ton
Φωνητική μεταγραφή: ˈbə-tᵊn
but ton , ˈbə tᵊn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)