Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): buses, busses
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bus
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bused, bussed
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): bussed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): busing, bussing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): buses, busses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bus
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bus
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bus περιέχει 1 συλλαβές: bus
Φωνητική μεταγραφή: ˈbəs
bus , ˈbəs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)