Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bugs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bug
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bugged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bugging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bugs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bug
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bug
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bug περιέχει 1 συλλαβές: bug
Φωνητική μεταγραφή: ˈbəg
bug , ˈbəg (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)