Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): breaches, breach
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): breach
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): breached
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): breaching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): breaches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): breach
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): breach
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
breach περιέχει 1 συλλαβές: breach
Φωνητική μεταγραφή: ˈbrēch
breach , ˈbrēch (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)