Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bowls
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bowl
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bowled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bowling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bowls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bowl
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bowl
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bowl περιέχει 1 συλλαβές: bowl
Φωνητική μεταγραφή: ˈbōl
bowl , ˈbōl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)