Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): borders, border
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): border
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bordered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bordering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): borders
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): border
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): border
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
border περιέχει 2 συλλαβές: bor • der
Φωνητική μεταγραφή: ˈbȯr-dər
bor der , ˈbȯr dər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)