Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bones, bone
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bone
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): boned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): boning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bones
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bone
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bone
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bone περιέχει 1 συλλαβές: bone
Φωνητική μεταγραφή: ˈbōn
bone , ˈbōn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)