Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): beards
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): beard
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bearded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bearding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): beards
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): beard
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): beard
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
beard περιέχει 1 συλλαβές: beard
Φωνητική μεταγραφή: ˈbird
beard , ˈbird (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)