Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): beaches
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): beach
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): beached
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): beaching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): beaches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): beach
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): beach
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
beach περιέχει 1 συλλαβές: beach
Φωνητική μεταγραφή: ˈbēch
beach , ˈbēch (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)