Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bands
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): band
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): banded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): banding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bands
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): band
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): band
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
band περιέχει 1 συλλαβές: band
Φωνητική μεταγραφή: ˈband
band , ˈband (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)