Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): angles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): angle
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): angled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): angling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): angles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): angle
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): angle
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
angle περιέχει 2 συλλαβές: an • gle
Φωνητική μεταγραφή: ˈaŋ-gəl
an gle , ˈaŋ gəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)