Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): amounts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): amount
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): amounted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): amounting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): amounts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): amount
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): amount
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
amount περιέχει 1 συλλαβές: amount
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈmau̇nt
amount , ə ˈmau̇nt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)