Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): aches
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ache
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): ached
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): aching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): aches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ache
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ache
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ache περιέχει 1 συλλαβές: ache
Φωνητική μεταγραφή: ˈāk
ache , ˈāk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)