Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): titles, title
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): title
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): titled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): titling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): titles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): title
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): title
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
title περιέχει 2 συλλαβές: ti • tle
Φωνητική μεταγραφή: ˈtī-tᵊl
ti tle , ˈtī tᵊl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)