Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): tasks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): task
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): tasked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): tasking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): tasks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): task
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): task
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
task περιέχει 1 συλλαβές: task
Φωνητική μεταγραφή: ˈtask
task , ˈtask (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)