Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): resources
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): resource
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): resourced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): resourcing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): resources
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): resource
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): resource
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Resource περιέχει 2 συλλαβές: re • source
Φωνητική μεταγραφή: ˈrē-ˌsȯrs
re source , ˈrē ˌsȯrs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)