Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pressures, pressure
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pressure
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pressured
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): pressuring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pressures
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pressure
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pressure
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pressure περιέχει 2 συλλαβές: pres • sure
Φωνητική μεταγραφή: ˈpre-shər
pres sure , ˈpre shər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)