Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): picks, pick
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pick
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): picked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): picking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): picks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pick
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pick
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pick περιέχει 1 συλλαβές: pick
Φωνητική μεταγραφή: ˈpik
pick , ˈpik (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)