Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): makes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): make
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): made
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): made
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): making
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): makes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): make
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): make
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
making περιέχει 2 συλλαβές: mak • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈmā-kiŋ
mak ing , ˈmā kiŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)