Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): lines, line
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): line
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): lined
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): lining
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lines
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): line
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): line
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
line περιέχει 1 συλλαβές: line
Φωνητική μεταγραφή: ˈlīn
line , ˈlīn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)