Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fields
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): field
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fielded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fielding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fields
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): field
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): field
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
field περιέχει 1 συλλαβές: field
Φωνητική μεταγραφή: ˈfēld
field , ˈfēld (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)