Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): factors
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): factor
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): factored
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): factoring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): factors
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): factor
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): factor
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
factor περιέχει 2 συλλαβές: fac • tor
Φωνητική μεταγραφή: ˈfak-tər
fac tor , ˈfak tər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)