Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): deals
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): deal
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): dealt
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): dealt
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): dealing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): deals
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): deal
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): deal
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
deal περιέχει 1 συλλαβές: deal
Φωνητική μεταγραφή: ˈdēl
deal , ˈdēl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)