Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): courts, court
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): court
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): courted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): courting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): courts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): court
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): court
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
court περιέχει 1 συλλαβές: court
Φωνητική μεταγραφή: ˈkȯrt
court , ˈkȯrt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)