Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): contracts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): contract
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): contracted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): contracting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): contracts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): contract
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): contract
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
contract περιέχει 2 συλλαβές: con • tract
Φωνητική μεταγραφή: ˈkän-ˌtrakt
con tract , ˈkän ˌtrakt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)