Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): catches
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): catch
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): caught
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): caught
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): catching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): catches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): catch
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): catch
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Catch περιέχει 1 συλλαβές: catch
Φωνητική μεταγραφή: ˈkach
catch , ˈkach (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)