Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wipes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): wipe
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): wiped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): wiping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wipes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): wipe
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): wipe
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
wipe περιέχει 1 συλλαβές: wipe
Φωνητική μεταγραφή: ˈwīp
wipe , ˈwīp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)