Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): trees
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): tree
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): treed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): treeing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): trees
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): tree
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): tree
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
tree περιέχει 1 συλλαβές: tree
Φωνητική μεταγραφή: ˈtrē
tree , ˈtrē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)