Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): seats
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): seat
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): seated
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): seating
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): seats
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): seat
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): seat
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
seat περιέχει 1 συλλαβές: seat
Φωνητική μεταγραφή: ˈsēt
seat , ˈsēt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)