Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): scare
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): scares
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): scare
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): scared
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): scaring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): scares
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): scare
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): scare
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
scare περιέχει 1 συλλαβές: scare
Φωνητική μεταγραφή: ˈsker
scare , ˈsker (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)