Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rooms, room
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): room
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): roomed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): rooming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rooms
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): room
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): room
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
room περιέχει 1 συλλαβές: room
Φωνητική μεταγραφή: ˈrüm
room , ˈrüm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)