Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): refuse
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): refuse
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): refused
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): refusing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): refuses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): refuse
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): refuse
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
refuse περιέχει 2 συλλαβές: re • fuse
Φωνητική μεταγραφή: ri-ˈfyüz
re fuse , ri ˈfyüz (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)