Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): letters
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): letter
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): lettered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): lettering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): letters
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): letter
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): letter
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
letter περιέχει 2 συλλαβές: let • ter
Φωνητική μεταγραφή: ˈle-tər
let ter , ˈle tər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)