Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): glare
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): glare
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): glared
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): glaring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): glares
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): glare
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): glare
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
glare περιέχει 1 συλλαβές: glare
Φωνητική μεταγραφή: ˈgler
glare , ˈgler (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)