Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): gamer
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): gamest
Επίθετο (Adjective): game
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): games
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): game
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gamed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gaming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): games
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): game
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): game
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
game περιέχει 1 συλλαβές: game
Φωνητική μεταγραφή: ˈgām
game , ˈgām (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)