Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): fuller
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): fullest
Επίθετο (Adjective): full
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): fuller
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): fullest
Επίρρημα (Adverb): full
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): full
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): full
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fulled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fulling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fulls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): full
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): full
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
full περιέχει 1 συλλαβές: full
Φωνητική μεταγραφή: ˈfu̇l
full , ˈfu̇l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)