Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): flies
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fly
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): flew, flied
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): flown
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): flying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): flies
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fly
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fly
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fly περιέχει 1 συλλαβές: fly
Φωνητική μεταγραφή: ˈflī
fly , ˈflī (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)