Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fathers
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): father
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fathered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fathering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fathers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): father
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): father
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
father περιέχει 2 συλλαβές: fa • ther
Φωνητική μεταγραφή: ˈfä-t͟hər
fa ther , ˈfä t͟hər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)