Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): enabled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): enabling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): enables
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): enable
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): enable
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
enable περιέχει 2 συλλαβές: en • able
Φωνητική μεταγραφή: i-ˈnā-bəl
en able , i ˈnā bəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)